- ἀστύλωτος
- ἀστῡλ-ωτος, ον,A gloss on ἀνερμάτιστος, Sch.Ael.NA1.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστύλωτος — η, ο (Α ἀστύλωτος, ον) [στυλώ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στερεωθεί με στύλο ή στύλους («αστύλωτη κληματαριά») 2. εκείνος που δεν έχει στυλωθεί ή που δεν έχει τονωθεί με φαγητό ή ποτό αρχ. (για πλοίο) ανερμάτιστος … Dictionary of Greek
αστύλωτος — η, ο αυτός που δε στηρίχτηκε με στύλο ή αυτός που δεν τονώθηκε με φαγητό: Το δέντρο ήταν αστύλωτο, κι ο αέρας το ταρακουνούσε συνέχεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)